στειρώ

στειρώ
(I)
-άω, Μ [στεῑρος]
είμαι στείρος.
————————
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. στειρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στειρώνω — στειρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο 2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, α, ο] …   Dictionary of Greek

  • αποστειρώνω — (Μ ἀποστειρῶ, όω) κάνω αποστείρωση μσν. γίνομαι άγονος, στείρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”